- εκσάρκωμα
- το (Α ἐκσάρκωμα)1. ιατρ. παθολογική σαρκώδης έκφυση τού δέρματος, εξάνθημα, απόστημα, υπερσάρκωμα2. (για φυτά) εκβλάστωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκσαρκώματα — ἐκσάρκωμα make grow to flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκσάρκωσις — ἐκσάρκωσις, η (Α) ιατρ. εκσάρκωμα, σχηματισμός εκσαρκώματος … Dictionary of Greek